ἀρεστός

ἀρεστός
ἀρεστός, ή, όν (Semonides, Hdt.+) pert. to being satisfying, pleasing τὰ ἀ. τ. θεῷ ποιεῖν (the Pythagorean Ecphantus in Stob. 4, 7, 65 H.; Porphyr., Abst. 1, 25; Sir 48:22) do what is pleasing to God J 8:29. Also ἐνώπιον τοῦ θεοῦ (Is 38:3; Tob 4:21; Da 4:37a) 1J 3:22 (s. ἀρέσκω 2b). ἔστιν ἀ. τῷ θεῷ B 19:2 (cp. Just., A I, 10, 3); τ. κυρίῳ D 4:12.—Of pers. (Aristoxenus, Fgm. 70 πλήθει [=the masses] ἀρεστὸν εἶναι; SEG I, 572, 6; Sb 6649, 5; Tob 4:3; 2 Esdr 19 [Neh 9]: 37; Jos., Ant. 16, 135) τ. Ἰουδαίοις Ac 12:3; οὐκ ἀ. ἐστιν w. acc. and inf. foll. it is not desirable 6:2 (B-D-F §408). S. εὐάρεστος.—DELG s.v. ἀρέσκω. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀρεστός — acceptable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρεστός — ή, ό (AM ἀρεστός, ή, όν) αυτός που αρέσει, ευχάριστος, ευάρεστος αρχ. αυτός που είναι ευπρόσδεκτος, που έχει εγκριθεί ή επιδοκιμαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΣΥΝΘ. αυτάρεστος, δυσάρεστος, ευάρεστος, θεάρεστος αρχ. ανήρεστος, θυμάρεστος. Απαντούν… …   Dictionary of Greek

  • αρεστός — ή, ό επίρρ. ά ευχάριστος, ευπρόσδεκτος, συμπαθής: Ξέρω πως ο άνθρωπος αυτός δε σου είναι αρεστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρεστόν — ἀρεστός acceptable masc acc sg ἀρεστός acceptable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρεστοί — ἀρεστός acceptable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρεστούς — ἀρεστός acceptable masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρεστῆς — ἀρεστός acceptable fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρεστή — ἀρεστός acceptable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρεστῶς — ἀρεστός acceptable adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρεστῷ — ἀρεστός acceptable masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρέσθ' — ἀρεστά̱ , ἀρεστής masc nom/voc/acc dual ἀρεστά , ἀρεστής masc voc sg ἀρεστά , ἀρεστής masc nom sg (epic) ἀρεσταί , ἀρεστής masc nom/voc pl ἀρεστά , ἀρεστός acceptable neut nom/voc/acc pl ἀρεστά̱ , ἀρεστός acceptable fem nom/voc/acc dual ἀρεστά̱ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”